Ζούμε μια νέα εποχή που ίσως δεν έχουμε ακόμα τα μέσα να την καταλάβουμε. Άνθρωποι εισέρχονται στην Ευρώπη και αναζητούν τη θαλπωρή της πολιτισμένης και οργανωμένης ευρωπαϊκής κοινωνίας και βρίσκονται ξαφνικά σε απροσδιόριστους χώρους που δεν είναι κοινότητα, δεν είναι γειτονιά, δεν έχουν σπίτια και κανένα κτήριο που να θυμίζει έναν κρατικό θεσμό.
Εδώ έχει μόνο ανθρώπους. Αυτούς που ήρθαν περνώντας τους διαύλους της θάλασσας και αυτούς που ήρθαν να τους συναντήσουν εδώ. Σε μία συνάντηση στο σημείο που πάτησαν οι Ξένοι για πρώτη φορά το πόδι τους στην Ευρώπη, εκεί στον καταυλισμό της πρώτης υποδοχής, στις διαδρομές προς το βορρά, στις πλατείες και στους δρόμους της πόλης, τα βενζινάδικα, τους φράχτες από σύρματα και τσιμέντο.
Τα πράσινα χωράφια της Ειδομένης, όπως τα συνάντησα για πρώτη φορά όπως ξεπρόβαλαν αχνίζοντας στο πρωινό ήλιο καθώς οι σκηνές έδιωχναν από πάνω τους την παγερή νυχτερινή υγρασία, δείχνουν έναν ιδιαίτερο χώρο που μοιάζει ταυτόχρονα με εξοχή, με κατασκήνωση αναψυχής αλλά και καταφύγιο κυνηγημένων.
Είναι όλα αυτά μαζί, αλλά και τίποτα απ’ αυτά από μόνο του.
Δεν σου δείχνει ξεκάθαρα σε τι τόπο βρίσκεσαι, δηλαδή κάτι που να μπορείς να το καταλάβεις ή κάτι που να σου αναπαριστά κάτι βέβαιο.
Η γραμμή του τρένου μένει κλειστή, μία ανεύθυνη αμέλεια, όπως λένε πολλοί εθελοντές, θα μπορούσαν τουλάχιστον να εξασφαλίσουν μία παρουσία και να προλάβουν τη βία εκεί. Η αβεβαιότητα της εικόνας και της ρευστής αναπαράστασης ξεδιπλώνεται όμως παντού, μαζί με τις ζωές των ανθρώπων, καθώς αυτοί περπατούν προς διάφορες κατευθύνσεις και εσύ τους παρακολουθείς με το βλέμμα για να δεις τον προορισμό τους. Η οσμή του μισοσβησμένου ξύλου που σε όλη τη διαδρομή σε ακολουθεί παντού και δηλώνει ότι εδώ υπάρχει κατοίκηση, μία εγκατάσταση έστω προσωρινή που δημιουργεί την ανάγκη της ζεστασιάς και της θαλπωρής.
Από τότε που οι αστοί των πόλεων αναζητούν στο καμένο ξύλο το βίωμα της παράδοσης, η μυρωδιά αυτή θέλει και τους μη αγρότες να υποκύπτουν στην επιθυμία της θαλπωρής της φωτιάς. Εδώ όμως περπατώντας στη μέση του αγροτικού δρόμου αυτή η μυρωδιά σε γεμίζει και με ασάφεια, γιατί καμία γωνία, κανένας τοίχος, καμία εστία σταθερή δεν υπάρχει σε όλο το ατέλειωτο πράσινο τοπίο. Ίσως αυτό είναι λοιπόν η προσφυγιά, δεν έχεις να ακουμπήσεις πουθενά, δεν έχεις κανένα στήριγμα παρά μόνο το σώμα σου και το σώμα του διπλανού σου.
Τη μάνα, το παιδί, τη γυναίκα, το φίλο σου. Αυτούς που ακολουθείς και σε ακολουθούν έχεις πια τώρα για σπίτι σου. Θα στοιβαχτείς μαζί τους στις σκηνές που απλώνονται στις παρυφές του δρόμου γεμάτες απροσδιόριστα σώματα. Το μόνο όμως που έχει αυτή η κατοίκηση και αυτό είναι η ιδιαίτερη της ποιότητα είναι ότι έχει μια οικειότητα μέσα στην τραγική της προσωρινότητα. Μια εγγύτητα που ο εξατομικευμένος άνθρωπος θα τη θεωρήσει προσβολή της ιδιωτικότητας, μία εισβολή στον περιχαρακωμένο κόσμο που γεμάτος προσωπικά αντικείμενα αυτονομείται από τους άλλους. Εδώ δεν υπάρχει τίποτα από αυτό.
Το μαζί υπάρχω είναι εδώ το καθεστώς της ύπαρξης και του κόσμου ολόκληρου σε κάθε στιγμή. Σε αυτό έχουν προσχωρήσει και αυτοί που βοηθούν, οι εθελοντές. Τα παιδιά τούς περιτριγυρίζουν, τους ακουμπούν με αυτονόητο τρόπο σαν να ανήκουν φυσικά στο τοπίο, τον χώρο που ζουν. Τα κορίτσια εθελοντές συχνά τα χαϊδεύουν και, αν γίνουν φορτικά σα παιδιά, τα σπρώχνουν απαλά, πιο πέρα, όπως σπρώχνεις μία πόρτα που πάει να γύρει για μην είναι ορθάνοικτη. Έτσι φαίνεται, γλιστρώντας σε μία κοινή ζωή, έχουν καθίσει μαζί χωρίς να το έχουν επιζητήσει αλλά και χωρίς να το αποδιώχνουν όλοι όσοι συμβιώνουν σε αυτό τον ιδιαίτερο τόπο πρόσφυγες και εθελοντές, χωρίς να κυριαρχούν κανόνες αλλά και χωρίς να υπάρχει αταξία.
Πολίτες μίας πόλης με πολίτες χωρίς τυπικά δικαιώματα σε μία πατρίδα ρευστή, που βρίσκεται και πριν και μετά τα σύνορα Στη διαδρομή της Ειδομένης μπορείς να μείνεις, μπορείς να περιμένεις, αλλά και να φύγεις κάθε στιγμή. Σίγουρα όμως δεν θα τη ξεχάσεις ποτέ, γιατί θα μείνεις πάντα πολίτης της. Έχει αλλάξει για πάντα η ζωή μου, μου λέει η Ελίνα. Οι εθελοντές που συνάντησα στην Ειδομένη μού είπαν ότι είναι οι πολίτες ενός κόσμου στον οποίο η αμοιβαιότητα έχει δικούς της κανόνες πέρα από τα σύνορα και τα κατοχυρωμένα δικαιώματα.
Οι περισσότεροι είναι νέοι, έχουν έρθει με δικά τους λεφτά που τα κέρδισαν δουλεύοντας, πολλοί τώρα είναι άνεργοι και θα ξαναπιάσουν δουλειά το καλοκαίρι. Άλλοι επενδύουν τις διακοπές τους στο σχέδιο του δικού τους ανθρωπισμού χωρίς άλλα ανταλλάγματα, πέρα από το ότι κάνουν φίλους και ότι ζουν σε μια δικιά του Ευρώπη μακριά από χρηστική της και πια παραμορφωτική οικονομική της ενότητα. Όταν τους ρωτάς, καλά εσείς είστε οι καλύτεροι Ευρωπαίοι, οι καλύτεροι Έλληνες, χαμογελούν συγκαταβατικά.
Θα έπρεπε, τους λέω, να το φωνάξουν δυνατά και με σκληρή αυτοπεποίθηση σε όλους αυτούς που τους θεωρούν, κλέφτες και ταραξίες. Ναι, σίγουρα μερικοί από αυτούς βλέπουν στην αμοιβαιότητα μια πολιτική χροιά και μία κοινωνική ουτοπία. Δεν γνώρισα όμως κανέναν κυνικό, κανένα life style εθελοντή. Ίσως να υπάρχουν, αλλά δεν παίζουν κανένα ρόλο στον νέο ηθικό κώδικα που γράφουν με επιμέλεια πολλοί νέοι Ευρωπαίοι και μεταξύ τους πολλοί Έλληνες, η Χριστίνα, ο Θανάσης, η Ελίνα, ο Παύλος, η Γκέρτρουντ, η Κατερίνα…, αυτοί που γνώρισα στην Ειδομένη και τον Πειραιά. Αν δεν ντρεπόμαστε βαθιά γι’ αυτά που λέγονται συχνά για τους εθελοντές, θα έπρεπε τουλάχιστον να κλείσουμε το στόμα μας και να αλλάξουμε κανάλι.
Ας τους αφήσουμε, έστω για λίγο, να χτίσουν μία ιδανική Ευρώπη όπως θα την ήθελε ο κάθε πραγματικός πολίτης.
Πρώτες εντυπώσεις από μία Επιτόπια διαδρομή έρευνας στην Ειδομένη από τις 25-29 Μαρτίου 2016.
Τετάρτη 20 Απριλίου 2016 | Σωτήρης Χτούρης